Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À
<<
>>
Terms for subject
Law
(13003 entries)
graduar os credores
κατατάσσω τους δανειστές πτώχευσης
graduar os credores
κατατάσσω τους πιστωτές πτώχευσης
grande afastamento
μεγάλη απόσταση
grande criminalidade
σοβαρή εγκληματικότητα
grande Secção
πενταμελές τμήμα
grande secção
τμήμα μείζονος συνθέσεως
grandes flagelos
μεγάλες πληγές της ανθρωπότητας
grandes flagelos de doenças
μεγάλες μάστιγες
grandes flagelos de doenças
μεγάλες πληγές της ανθρωπότητας
grantor trust
καταπίστευμα
grantor trust
παρακαταθήκη
grau de instrução
επίπεδο κατάρτισης
grau de intuitu personae
βαθμός της προσωπικής διαίσθησης
grau de inventividade
βαθμός εφευρετικότητας
grau de jurisdição
βαθμός δικαιοδοσίας
grau de liberdade do criador
βαθμός της ελευθερίας του δημιουργού
grau de originalidade exigido
απαιτούμενος βαθμός πρωτοτυπίας
grau de qualificação
βαθμός ειδίκευσης
gravidade da infração
σοβαρότητα της παράβασης
greve da construção civil
απεργία των εργαζομένων σε οικοδομικές εργασίες
Get short URL