DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À   <<  >>
Terms for subject General (18472 entries)
extremamente inflamável εξόχως εύφλεκτο
extremamente inflamável Ρ12
exulceração ventricular εξέλκωση των κοιλιών
exumbilicação εξομφάλωση
FAA Αφρικανική Δύναμη Επιφυλακής
fábrica de combustível εργοστάσιο κατασκευής στοιχείων πυρηνικού καυσίμου
fábrica de reprocessamento de produção elevada εγκατάσταση επανεπεξεργασίας μεγάλης δυναμικότητας
fábrica de tratamentos de combustível εργοστάσιο επεξεργασίας πυρηνικών καυσίμων
fabricação de armas ligeiras e das suas munições κατασκευή ελαφρών όπλων και των πυρομαχικών τους
fabrico de combustível παρασκευή καυσίμου
fabrico de moedas κοπή νομισμάτων
faca de lançar εκτοξευόμενο μαχαίρι
faca de mato κυνηγετικό µαχαίρι
faca de mato κυνηγετικό μαχαίρι
faca de ponta-e-mola εγχειρίδιο
faca de ponta-e-mola σουγιάς
faca para cortar papel χαρτοκόπτης
face balanceada longitudinalmente όψη του υφαντού στην οποία τα περισσότερα νήματα είναι παράλληλα στο στρίφωμα
face balanceada transversalmente όψη του υφαντού στην οποία τα περισσότερα νήματα είναι κάθετα στο στρίφωμα
facilidade Cheysson σχέδιο Cheysson