DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À   <<  >>
Terms for subject Economy (12979 entries)
campismo κατασκήνωση
campo de atividade πεδίο δραστηριότητας
campo de concentração στρατόπεδο συγκεντρώσεως
cana-de-açúcar ζαχαροκάλαμο
Canadá Καναδάς
Canal da Mancha Μάγχη
canal de distribuição σύστημα διανομής
canal do Panamá Διώρυγα του Παναμά
canal do Suez Διώρυγα του Σουέζ
canal marítimo θαλάσσια διώρυγα
cancro καρκίνος
candidato υποψήφιος
cânhamo κάνναβις
Cantábria Κανταβρία
cantina escolar κυλικείο σχολείου
capacidade contratual ικανότητα προς σύναψη συμβάσεως
capacidade criativa δημιουργική ικανότης
capacidade de armazenamento δυναμικό αποθήκευσης
capacidade de autofinanciamento ικανότητα αυτοχρηματοδότησης
capacidade de carga ικανότητα φόρτωσης