DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À   <<  >>
Terms for subject Procedural law (695 entries)
bem imóvel ακίνητη περιουσία
bem imóvel ακίνητο αγαθό
bens αγαθά
bens comuns do casal κοινή περιουσία
bens comuns do casal κοινή περιουσία των συζύγων
bens comuns do casal περιουσιακά στοιχεία των συζύγων
bens comuns do casal συζυγική περιουσία
bigamia διγαμία
cabeça de casal διαχειριστής διαθήκης
capacidade matrimonial δικαιοπρακτική ικανότητα για γάμο
capacidade matrimonial δικαιοπρακτική ικανότητα για τη σύναψη γάμου
capacidade matrimonial δικαιοπρακτική ικανότητα προς σύναψη γάμου
capacidade para contrair casamento δικαιοπρακτική ικανότητα προς σύναψη γάμου
capacidade para contrair casamento δικαιοπρακτική ικανότητα για γάμο
capacidade para contrair casamento δικαιοπρακτική ικανότητα για τη σύναψη γάμου
capacidade para testar ικανότητα του διαθέτη
capacidade sucessória ιδιότητα κληρονόμου
capacidade sucessória κληρονομική ικανότητα
capacidade testamentária ικανότητα του διαθέτη
casamento anterior não dissolvido προηγούμενος γάμος που δεν έχει λυθεί ή ακυρωθεί