DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Economy (12979 entries)
a não Europa η μη ολοκλήρωση της Eυρώπης
a organização comum deve excluir toda e qualquer discriminação entre consumidores η κοινή οργάνωση πρέπει να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ καταναλωτών
a parte europeia da Comunidade το ευρωπαïκό τμήμα της Kοινότητας
a participação da população ativa agrícola no produto interno bruto η συμμετοχή του ενεργού αγροτικού πληθυσμού στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν
a preços constantes σταθερές τιμές
a preços correntes τρέχουσες τιμές
a primeira das aproximações de preços referidas no artigo 52º η πρώτη προσέγγιση τιμών η οποία αναφέρεται στο άρθρο 52
a produção é insuficiente para o abastecimento η παραγωγή δεν επαρκεί για τον εφοδιασμό
a reconversão da empresa para outras produções το πέρασμα μιας επιχειρήσεως προς άλλες παραγωγικές δραστηριότητες
a repartição dos recursos em carvão e aço η κατανομή των πόρων σε άνθρακα και χάλυβα
a repartição mais racional da produção ao mais elevado nível de produtividade η ορθολογικότερη κατανομή της παραγωγής στο υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητος
a residência das partes η κατοικία των μερών
a restituição será corrigida pela incidência da diferença entre os direitos aduaneiros η επιστροφή διορθώνεται κατά την επίπτωση της διαφοράς μεταξύ των δασμών
a serpente comunitaria το κοινοτικό "φίδι"
a situação económica η οικονομική κατάσταση
a situação económica geral e a situação do setor em causa η γενική οικονομική κατάσταση και η κατάσταση του σχετικού τομέως
a substituição dos pneus constitui um consumo intermédio αντικατάσταση των ελαστικών αποτελεί ενδιάμεση ανάλωση
a unidade monetária não é nem um padrão estável,nem um padrão internacional μονάδα μέτρησης που δεν είναι ούτε σταθερή ούτε αποτελεί διεθνές μέτρο
a utilização ótima dos fatores de produção η άριστη χρησιμοποίηση των συντελεστών παραγωγής
abandono de exploração agrícola παύση γεωργικής εκμετάλλευσης