DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Economy (16053 entries)
a lead market initiative for Europe Μια πρωτοβουλία για πρωτοπόρους αγορές στην Ευρώπη
a level of market prices comparable with the level recorded επίπεδο τιμών αγοράς συγκρίσιμο με εκείνο που διεπιστώθη
a natural preference between Member States μία φυσική προτίμηση μεταξύ των Kρατών μελών
a non-united Europe η μη ολοκλήρωση της Eυρώπης
a product which has not been liberalised ένα προ2bόν που δεν έχει ελευθερωθεί
a reference period περίοδος αναφοράς
A resource-efficient Europe Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους
A resource-efficient Europe αποδοτική, από πλευράς πόρων, Ευρώπη
a sector closely linked with the economy as a whole τομέας στενά συνδεδεμένος με το σύνολο της οικονομίας
a series of items which constitute a separate unit σειρά θεμάτων που αποτελούν χωριστή ενότητα
a standard of living abnormally low βιοτικό επίπεδο ασυνήθως χαμηλό
a subsidy on the consumption επιδότηση στην κατανάλωση
a table of minimum prices still in force shall be drawn up συντάσσεται πίνακας των υφισταμένων ακόμη ελαχίστων τιμών
a zone of monetary stability μια ζώνη νομισματικής σταθερότητας
AAMS countries χώρες της ΕΑΚΜ
abandon a claim παραιτούμαι από απαίτηση
abandoned child εγκαταλελειμμένο τέκνο
abandoned land εγκαταλειμμένη γη
abandonment of intermediate claim παραίτηση από ενδιάμεσες πιστώσεις
ABM Agreement Συμφωνία Περιορισμού Αντιβαλλιστικών Πυραύλων