Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(3691 entries)
Action programme on employment growth
Πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της απασχόλησης
Action to assist the long-term unemployed
Δράση παροχής βοήθειας στους μακροχρόνια ανέργους
actions connected with outage work
διασυνδέσεις από εξωτερικό συνεργείο
actions connected with outage work
χειρισμοί για εργασίες
actions connected with work
χειρισμοί για εργασίες
actions connected with work
διασυνδέσεις από εξωτερικό συνεργείο
active control work
άμεσος έλεγχος της εργασίας
active population
ενεργός πληθυσμός
activity analysis
ανάλυση δραστηριότητας
activity analysis
ανάλυση της δραστηριότητας
activity rate
ποσοστό συμμετοχής στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό
activity sampling
μέθοδος στιγμιαίων παρατηρήσεων
actors of industrial relations
φορείς των εργασιακών σχέσεων
actual step
πραγματικό κλιμάκιο
actual working hours
πραγματική διάρκεια της εργασίας
actual working time
πραγματική διάρκεια της εργασίας
adapt wages to real inflation
προσαρμογή των μισθών στον πραγματικό δείκτη πληθωρισμού
adaptability
ικανότητα προσαρμογής
adaptation to user morphology
προσαρμογή στη σωματική κατασκευή του χρήστη
additional seniority
βελτίωση αρχαιότητας κατά κλιμάκιο
Get short URL