Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Chemistry
(20270 entries)
magnetostrictive alloy
κράμα μαγνητικού μετασχηματισμού
main chain for polymerisation
κύρια αλυσίδα πολυμερισμού
main coupling
κύρια ζεύξη
main flame
κύρια φλόγα
main head
άνω πλάκα πρέσας
main head
άνω πλατό πρέσας
main meter
γενικός μετρητής
main ram
κύριο έμβολο πρέσας
mainlaying with reduced cover
τοποθέτηση σε μικρό βάθος
Maintain air gap between stacks/pallets.
Να υπάρχει κενό αέρος μεταξύ των σωρών/παλετών.
major ion
κύριο ιόν
major ion
μείζον ιόν
make meter
μετρητής παραγωγής
make per run
όγκος παραγομένου υδαταερίου ανά κύκλο
make the cathode reduction of nitric acid autocatalytic
η καθοδική αναγωγή νιτρικού οξεός να πάρει χαρακτήρα αυτοκαταλυτικό
make up
αναπληρώνω
make up
επαναφέρω σε αρχική κατάσταση
make up the volume
συμπληρώνω μέχρι όγκο
make up the volume
σύμπληρώνω μέχρι τη χαραγή
make up the volume
σύμπληρώνω μέχρι χαραγής
Get short URL