DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E G H I J K L M N O P Q S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Mechanic engineering (23338 entries)
machine μετασκευάζω
machine βαρούλκο
machine εργάζομαι με τη βοήθεια ενός μηχανήματος-εργαλείου
machine ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα
machine επεξεργάζομαι
machine κατεργάζομαι μηχανικά
machine attendance συντήρηση μηχανής
machine attention συντήρηση μηχανής
machine bed φορέας φρεζομηχανής
machine bed plate πλάκα έδρασης της μηχανής
machine bolt μπουλόνι με τετράγωνο κεφάλι
machine centre κέντρο κατεργασίας
machine component μηχανικό όργανο
machine component μηχανικό κομμάτι
machine countersink εργαλείο διάτρησης διεύρυνσης ήλων κωνικών κεφαλών
machine cutting tool μηχανικό εργαλείο
machine dress ισιώνω με μηχανή
machine element μηχανικό στοιχείο
machine for agglomerating abrasives μηχανή συσσωμάτευσης των λειαντικών και διαβρωτικών υλών
machine for casting gears μηχανή χύτευσης γραναζιών