DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V WY Z   <<  >>
Terms for subject Law (16080 entries)
reduce disparities between the levels of development of the various regions and the backwardness of the least favoured regions μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών
reduced tax rate μειωμένος συντελεστής φορολογίας
reduction by the Registrar of his own motion of the amount applied for αυτεπάγγελτη μείωση του ζητούμενου ποσού
reduction commitment υποχρέωση επιβολής μειώσεων
reduction in transfer taxes μετριασμός των φόρων μεταβίβασης
reduction in working time μείωση του χρόνου εργασίας
reduction in working time μείωση της διάρκειας εργασίας
reduction of a pecuniary penalty which is disproportionate to his incomes μείωση της δυσανάλογης προς τα εισοδήματα χρηματικής κυρώσεως
reduction of claims περιορισμός των αξιώσεων
reduction of the company's capital μείωση του εταιρικού κεφαλαίου
reduction of working hours μείωση του χρόνου εργασίας
reduction of working hours μείωση της διάρκειας εργασίας
reduction of working time μείωση της διάρκειας εργασίας
reextradition επανέκδοση
refer expressly to a State αναφέρονται ρητώς σε ένα Kράτος
refer the application to the Chamber to which the case has been assigned in the main proceedings φέρω την αίτηση ενώπιον του τμήματος στο οποίο έχει ανατεθεί η κύρια υπόθεση
refer the application to the Court φέρω την αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου
refer the application to the Court φέρω την αίτηση ενώπιον του Πρωτοδικείου
refer the case to the Chamber to which it has been assigned παραπομπή της υποθέσεως στο τμήμα που έχει οριστεί
refer the case to the Court sitting in plenary session παραπομπή της υποθέσεως στην ολομέλεια