DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V WY Z   <<  >>
Terms for subject Law (15794 entries)
order that the proceedings be resumed διατάσσω την επανάληψη της διαδικασίας
order the Community to make good any injury caused επιδικάζω αποζημίωση εις βάρος της Κοινότητας
order the parties to bear all or part of their own costs συμψηφίζω ολικώς ή μερικώς τη δικαστική δαπάνη
order the parties to bear their own costs where so required by equity συμψηφίζω τη δικαστική δαπάνη εφόσον αυτό υπαγορεύει η επιείκεια
order to attend κλήση
order to construct υποχρέωση δόμησης
order to pay costs, to καταδικάζω στα δικαστικά έξοδα
order without statement of reasons Διάταξη που δεν χρειάζεται να αιτιολογηθεί
orderly disposal κανονική εκποίηση
ordinary act απλός τυπικός νόμος
ordinary administrative court τακτικό διοικητικό δικαστήριο
ordinary and extraordinary appeals τακτικά και έκτακτα ένδικα μέσα
ordinary appeal τακτικό ένδικο μέσο
ordinary basic or minimum wage or salary συνήθης βασικός ή κατώτατος μισθός ή αποδοχές
ordinary court δικαστής κοινού δικαίου
ordinary creditor πιστωτής χωρίς εξασφάλιση
ordinary creditor κοινός πιστωτής
ordinary law κοινό δίκαιο
ordinary law απλός τυπικός νόμος
ordinary law governing State-owned legal persons under private law κοινοτικού δικαίου διατάξεις που διέπουν τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος