Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(3797 entries)
occupational pensions board
κυβερνητικό όργανο που έχει την ευθύνη διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων συνταξιοδότησης για όλους τους εργαζομένους
occupational profile
επαγγελματικό περίγραμμα
occupational profile
επαγγελματικό πρότυπο
occupational research
επαγγελματικές έρευνες
occupational restriction
επαγγελματικός περιορισμός
occupational satisfaction
επαγγελματική ικανοποίηση
occupational satisfaction
ικανοποίηση από την εργασία
occupational segregation
επαγγελματικός διαχωρισμός
occupational segregation
διαχωρισμός της αγοράς εργασίας
occupational status
τύπος απασχόλησης
occupational TLV
μέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση στους εργασιακούς χώρους
occupational traveller
πλανόδιο επάγγελμα
occupational-level bargaining
ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο διαπραγμάτευσης
oenocyanin
οινοκυανιδίνη
off-farm employment
δραστηριότητα εκτός γεωργικής εκμετάλλευσης
office
γραφείο
office machine operator
χειριστής μηχανών γραφείου
official dispute-settling institution
επίσημη αρχή που ρυθμίζει τις εργασιακές διαφορές
official posted under a rotation system
υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σύμφωνα με το εκ περιτροπής σύστημα
official retired
υπάλληλος που έχει στερηθεί με τον τρόπο αυτό της θέσεως του
Get short URL