Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Mechanic engineering
(24157 entries)
late ignition
καθυστερημένη ανάφλεξη
late injection timing
υστέρηση έγχυσης
late injection timing
καθυστέρηση έγχυσης
lateral air deflector
πλευρικός εκτροπέας αέρα
lateral clearance
εγκάρσιο διάκενο
lateral clearance
τζόγος εγκάρσιος
lateral cyclic control lever
μοχλοβραχίονας ελέγχου κλίσεων του χειριστηρίου κυκλικού βήματος
lateral cyclic pitch
εγκάρσιο κυκλικό βήμα
lateral drain
υπόγειος αγωγός αποστράγγισης
lateral feed
εγκάρσια πρόωση
lateral guide
πλευρικοί οδηγοί
lateral offset
κατά πλάτος τοποθέτηση
lateral offset
πλευρική διάταξη
lateral power take-off
πλευρική λήψη ισχύος
lateral propeller
πλευρικές έλικες
lateral propeller
βοηθητικές έλικες
lateral trim
αντιστάθμιση πηδαλίων κλίσης
lateral trim
πλευρική αντιστάθμιση ελικοπτέρου
lathe centre
ακίδα τόρνου
lathe chuck
μανδρέλιο τόρνου
Get short URL