Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Law
(16080 entries)
enjoy the most extensive legal capacity
έχω την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα
enjoyment of the rights and freedoms
απόλαυση δικαιωμάτων και ελευθεριών
enlargement of Community territory
διεύρυνση του κοινοτικού εδάφους
ensign deposit obligation
υποχρέωση κατάθεσης διακριτικού συμβόλου
ensign display
επίδειξη διακριτικού συμβόλου
ensign return obligation
υποχρέωση κατάθεσης διακριτικού συμβόλου
ensign value
αξία διακριτικού συμβόλου
enslavement
υποδούλωση' υποταγή προσώπου τινός σε δουλεία
ensure a fair trial
εγγυώμαι δίκαιη διαδικασία
ensure compliance with the prohibitions
εξασφαλίζουν την τήρηση των απαγορεύσεων
ensure efficient conduct of the written and oral procedure
εξασφαλίζω την ομαλή εξέλιξη της έγγραφης ή προφορικής διαδικασίας
ensure prosecution
η δίωξη εξασφαλίζεται
ensure speed in the transmission of judicial documents
εξασφαλίζω την ταχύτητα στη διαβίβαση των δικαστικών εγγράφων
ensure that cases are prepared for hearing
εξασφαλίζω την προετοιμασία των υποθέσεων
ensure that disputes are resolved
αποβλέπω στην επίλυση των διαφορών
ensure that the law is observed
εξασφαλίζω την τήρηση του δικαίου
ensure the confidentiality of the investigation
εξασφαλίζω το απόρρητο των ερευνών
enter an appearance before a court
παρίσταμαι ενώπιον του δικαστηρίου
enter into an agreement
συνάπτω συμφωνία' συνομολογώ συμφωνία
enter into force
τίθεται σε ισχύ
Get short URL