DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34530 entries)
break-off phenomenon αίσθηση απομόνωσης
break-out sessions μικρές ομάδες εργασίας
break-out sessions υποομάδες εργασίας
break-up κατακερματισμός δομής βλήματος
breakdown χρόνος αποσυναρμολόγησης
breakdown αποσυναρμολόγηση
breakdown μηχανική βλάβη
breakdown by grade and service κατανομή κατά βαθμούς και υπηρεσίες
breakdown of the programmable resources κατανομή των προγραμματιζόμενων πόρων
breakdown of the Schengen acquis καταμερισμός του κεκτημένου του Σένγκεν' καθορισμός συγκεκριμένης νομικής βάσης για το κεκτημένο του Σένγκεν
breakdown service οδική βοήθεια
breaker strip προστατευτική ζώνη
breakfast πρωινό
breaking θραύση
breakout διαχωρισμός
Breakpoint symbol Σύμβολο σημείου διακοπής
breast implant εμφύτευμα μαστού
breast tenderness ευαισθησία του μαστού
breath πνοή
breath-hold volume όγκος του εισπνεόμενου αέρα