DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V WY Z   <<  >>
Terms for subject Statistics (10088 entries)
available capacity of a thermal unit διαθέσιμη ισχύς μιας θερμικής μονάδας
average age at marriage μέση ηλικία γάμου
average amount of inspection μέσο ποσό των επιθεωρήσεων
average amount of inspection μέσος αριθμός ελεγχομένων μονάδων
average article run length μέσο μήκος ροής αντικειμένων
average article run length μέση διόρθωση
average corrections μέσες διορθώσεις ομαδοποίησης
average corrections for grouping μέσες διορθώσεις ομαδοποίησης
average critical value method μέθοδος μέσης κρισίμου τιμής
average deviation απόλυτη απόκλιση
average duration per case μέση διάρκεια κατά κρούσμα νόσου
average duration per case μέση διάρκεια κατά περίπτωση
average earnings μέσες απολαβές
average extra defectives limit μέσο πρόσθετο όριο defectives
average extra defectives limit όριο μέσης υπερελαττωματικότητας
average fuel consumption μέση κατανάλωση καυσίμου
average life expectancy μέση διάρκεια ζωής
average life expectancy μέσος όρος προσδόκιμου επιβίωσης
average life expectancy προσδοκώμενη μέση διάρκεια ζωής
average life expectancy προσδόκιμο επιβίωσης