DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Labor law (3683 entries)
adaptability ικανότητα προσαρμογής
adaptation to user morphology προσαρμογή στη σωματική κατασκευή του χρήστη
additional seniority βελτίωση αρχαιότητας κατά κλιμάκιο
adjustable shield εκτροπέας
adjustable shield προστατευτική ασπίδα
adjusting remunerations annually ετήσια αναπροσαρμογή των αποδοχών
Administrative Board of the European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας
administrative burden of dismissal διοικητική επιβάρυνση των απολύσεων
admission for the purposes of paid employment αποδοχή για λόγους μισθωτής απασχόλησης
admission for the purposes of pursuing self-employed occupation εισδοχή για άσκηση ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας
advance against salary προκαταβολή μισθού
adviser (general affairs) σύμβουλος επιφορτισμένος με τα γενικά θέματα
aerial lift device with insulating arm εναέριος ανελκυστήρας με μονωμένο βραχίονα
age at which he is entitled to a retirement pension συντάξιμη ηλικία
age limit for retirement ηλικία συνταξιοδότησης
age limit for retirement όριο συνταξιοδότησης
ageing μεταβολή των προστατευτικών ιδιοτήτων λόγω παλαίωσης
agreement on unemployment insurance σύμβαση ασφάλισης ανεργίας
agricultural employment γεωργική απασχόληση
agricultural labourer γεωργικός εργάτης