Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Law
(15770 entries)
acquire the authority of a final decision
αποκτώ ισχύ δεδικασμένου
acquired right
κεκτημένο δικαίωμα
acquired rights
κεκτημένα δικαιώματα
acquired rights clause
ρήτρα διατήρησης των κεκτημένων δικαιωμάτων
acquis
κεκτημένο της Ένωσης
acquis
κεκτημένο ΕΕ
acquis communautaire
κοινοτικό κεκτημένο
acquis communautaire
κεκτημένο
acquisition of a controlling interest
εξαγορά ελέγχουσας συμμετοχής
acquisition of nationality
κτήση της ιθαγένειας
acquisition of nationality
κτήση της υπηκοότητας
acquisition of property
απόκτηση ακινήτων
acquisition of rights
απόκτηση δικαιωμάτων
acquisition of second homes
απόκτηση δευτερεύουσας κατοικίας
acquisition of shares
απόκτηση μετοχικού μεριδίoυ
acquisitive offence
έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας
acquisitive prescription
χρησικτησία
acquittal
αθώωση
acquittal
αθωωτική απόφαση
act
έγγραφο
Get short URL