DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V WY Z   <<  >>
Terms for subject Construction (6110 entries)
activity concentration index δείκτης συγκέντρωσης ραδιενέργειας
adaptable building προσαρμόσιμο κτίριο
additive to improve grading πρόσθετο βελτιωτικό της διαβάθμισης
adhesion agent βελτιωτικό πρόσφυσης
adhesive dowel ράβδος στερεούμενη με κόλληση
adit στοά επίσκεψης
adit στοά προσπέλασης
adit παράθυρα
adit οριζόντιον τεχνικόν έργον παροχετεύσεως υπογείου ύδατος εντός δραίνου
adjustable arm αρθρωτός βραχίονας
adjustable proportional module (APM) αναλογικός ημιαυτόματος ρυθμιστής σταθεράς παροχής
adjustable support ρυθμιζόμενο εφέδρανο
adjustable vent flap ρυθμιζόμενο πτερύγιο αεραγωγού
adjusted active temperature "διορθωμένη ενεργός θερμοκρασία"
adjusted effective temperature "διορθωμένη ενεργός θερμοκρασία"
adjustment of profits of associated enterprises διόρθωση των κερδών μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων
administrative approval διοικητική έγκρισις
administrative authorisation διοικητική έγκρισις
adorned with Doric simplicity δωρικά κοσμημένος
Advisory Committee on Training in the field of Architecture Συμβουλευτική επιτροπή για την εκπαίδευση στον τομέα της αρχιτεκτονικής