DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E G H I J K L M N O P Q S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Mechanic engineering (23338 entries)
accelerating επιτάχυνση
accelerating torque ροπή επιτάχυνσης
acceleration jet ακροφύσιο επιτάχυνσης
acceleration jet ζιγκλέρ επιτάχυνσης
acceleration limiter περιοριστής επιτάχυνσης
acceleration phase φάση επιτάχυνσης
acceleration signal σήμα επιτάγχυνσης
accelerator system σύστημα επιτάχυνσης
acceptable conditions επιτρεπόμενες συνθήκες
acceptance of order αποδοχή παραγγελίας
access door θύρα
access panel αφαιρούμενα ταμπλαδωτά τεμάχια προσβάσεως
access to the lift well προσπέλαση φρεατίου
access to the lift well πρόσβαση στο φρεάτιο
access trap καταπακτή εξόδου κινδύνου
access trap καταπακτή προσβάσεως
accessible hermetic compressor unit συγκρότημα κινητήρα και συμπιεστή σε κλειστό περίβλημα
accessories βοηθητικά εξαρτήματα μηχανήματος
accessory προσαρτούμενα εξαρτήματα
accessory gear box λήψη κίνησης κιβωτίου οδοντοτροχών