Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Economy
(16036 entries)
A resource-efficient Europe
Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους
A resource-efficient Europe
αποδοτική, από πλευράς πόρων, Ευρώπη
a sector closely linked with the economy as a whole
τομέας στενά συνδεδεμένος με το σύνολο της οικονομίας
a series of items which constitute a separate unit
σειρά θεμάτων που αποτελούν χωριστή ενότητα
a standard of living abnormally low
βιοτικό επίπεδο ασυνήθως χαμηλό
a subsidy on the consumption
επιδότηση στην κατανάλωση
a table of minimum prices still in force shall be drawn up
συντάσσεται πίνακας των υφισταμένων ακόμη ελαχίστων τιμών
a zone of monetary stability
μια ζώνη νομισματικής σταθερότητας
AAMS countries
χώρες της ΕΑΚΜ
abandon a claim
παραιτούμαι από απαίτηση
abandoned child
εγκαταλελειμμένο τέκνο
abandoned land
εγκαταλειμμένη γη
abandonment of intermediate claim
παραίτηση από ενδιάμεσες πιστώσεις
ABM Agreement
Συμφωνία Περιορισμού Αντιβαλλιστικών Πυραύλων
abnormal movements of prices
ανώμαλες κινήσεις τιμών
abnormal pension charges affecting a public enterprise
ευθύνη των εξόδων για μη κανονικές χορηγήσεις συντάξεων που βαρύνουν τις δημόσιες επιχειρήσεις
abnormal price relationships
μη κανονικές σχέσεις τιμών
abolition
κατάργηση
abolition of customs duties
κατάργηση των δασμών
abrogate the right of the undertakings concerned to take advantage of this exception
καταργεί έναντι των εν λόγω επιχειρήσεων το ευεργέτημα της εξαιρέσεως αυτής
Get short URL