DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Commerce (1853 entries)
warehouseman προϊστάμενος της αποθήκης
warehousing αποθήκευση
warning tag ετικέτα επισήμανσης
wash-and-wear test δοκιμή σε ρούχα που δεν χρειάζονται σιδέρωμα
washer-dryer πλυντήριο-στεγνωτήριο ρούχων
Wassenaar Arrangement Συμφωνία του Wassenaar περί ελέγχου εξαγωγών για συμβατικά όπλᄆ και προϊόντα και τεχνολογίες διπλής χρήσης
Wassenaar Arrangement Διακανονισμός του Wassenaar
Wassenaar Arrangement Διακανονισμός του Wassenaar για τον έλεγχο των εξαγωγών συμβατικών όπλων και αγαθών και τεχνολογιών διπλής χρήσεως
Wassenaar Arrangement on Export Controls for Conventional Arms and Dual-Use Goods and Technologies Διακανονισμός του Wassenaar
Wassenaar Arrangement on Export Controls for Conventional Arms and Dual-Use Goods and Technologies Συμφωνία του Wassenaar περί ελέγχου εξαγωγών για συμβατικά όπλᄆ και προϊόντα και τεχνολογίες διπλής χρήσης
Wassenaar Arrangement on Export Controls for Conventional Arms and Dual-Use Goods and Technologies Διακανονισμός του Wassenaar για τον έλεγχο των εξαγωγών συμβατικών όπλων και αγαθών και τεχνολογιών διπλής χρήσεως
water spray system σύστημα ψεκασμού με νερό
white goods λευκή συσκευή
white goods λευκό προϊόν
wholesale dealer επιχείρηση χονδρικής πώλησης
wholesale dealer χονδρέμπορος
wholesale market χονδρική αγορά
wholesale marketing stage στάδιο του χονδρικού εμπορίου
wholesale stage στάδιο του χονδρικού εμπορίου
wholesaler χονδρέμπορος