DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Pharmacy and pharmacology (2036 entries)
unblinding αποτυφλοποίηση
unblinding άρση της τυφλοποίησης
under validation υπό έλεγχο εγκυρότητας
unexpected adverse reaction απροσδόκητη ανεπιθύμητη ενέργεια
unexpected serious adverse reaction απροσδόκητη σοβαρή παρενέργεια
unexpected serious adverse reaction μη αναμενόμενη σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια
unformulated bulk αμορφοποίητη μάζα
unformulated bulk αμορφοποίητο διάλυμα μεγάλου όγκου
unformulated bulk solution αμορφοποίητο διάλυμα μεγάλου όγκου
unformulated bulk solution αμορφοποίητη μάζα
unit of absorbed dose μονάδα απορροφημένης δόσης
unit of biological activity μονάδα βιολογικής δράσης
univalent vaccine μονοδύναμο εμβόλιο
Universal Trial Registration Number παγκόσμιος αριθμός καταχώρισης δοκιμής
unprocessed manure ακατέργαστη κόπρος
upper part of the body πάνω μέρος του σώματος
use of fluoride φθορίωση
vaccinal immunity ανοσία λόγω εμβολιασμού
vaccine strain εμβολιακό στέλεχος
vaccine strain στέλεχος εμβολίου