DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V WY Z   <<  >>
Terms for subject Education (2800 entries)
period off χρόνος απαλλαγής από τα καθήκοντα διδασκαλίας
periods of further education and training προγράμματα μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης
periods of linguistic and cultural study παραμονή για γλωσσικούς και πολιτιστικούς σκοπούς
permanent education συνεχής εκπαίδευση
Permanent Network of National Correspondents on Civil Protection Μόνιμο Δίκτυο των Εθνικών Ανταποκριτών για την Πολιτική Προστασία
personal computing technology τεχνολογία των προσωπικών υπολογιστών
personal file of the pupil ατομικός φάκελλος του μαθητή
personal file of the teaching staff ατομικός φάκελλος του διδακτικού προσωπικού
personalised learning εξατομικευμένη μάθηση
personnel, training and liaison adviser σύμβουλος προσωπικού, κατάρτισης και σύνδεσης
Peruvian Single Educational Trade Union Ενιαία Συνδικαλιστική Οργάνωση για την Εκπαίδευση στο Περού
philology and cultural studies φιλολογικές και ανθρωπιστικές σπουδές
physically handicapped or severely mentally handicapped young people νέοι που πάσχουν από σωματικές ή βαριές διανοητικές αναπηρίες
Pilot action for multilateral school partnership in the European Community Πρότυπη πολυμερής σχολική συνεργασία στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα
pilot action for multilateral school partnership in the European Community πρότυπη δράση πολυμερούς σχολικής συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα
pilot programme to keep children πειραματικό πρόγραμμα απασχόλησης
Pilot scheme to provide financial assistance for projects to promote books and reading in Europe Πρότυπο σχέδιο χρηματικής ενίσχυσης των σχεδίων για την προώθηση του βιβλίου και της ανάγνωσης στην Ευρώπη
pilot schemes προγράμματα δοκιμαστικής εφαρμογής
pilot school πρότυπο πειραματικό σχολείο
pilot school πειραματικό σχολείο