DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Economy (16019 entries)
parliamentary election βουλευτικές εκλογές
parliamentary immunity βουλευτική ασυλία
parliamentary inquiry κοινοβουλευτική έρευνα
parliamentary library κοινοβουλευτική βιβλιοθήκη
parliamentary procedure κοινοβουλευτική διαδικασία
parliamentary question κοινοβουλευτική ερώτηση
parliamentary rules of procedure κανονισμός του Κοινοβουλίου
parliamentary scrutiny κοινοβουλευτικός έλεγχος
parliamentary seat βουλευτική έδρα
parliamentary session βουλευτική σύνοδος
parliamentary sitting κοινοβουλευτική συνεδρίαση
parliamentary system κοινοβουλευτικό πολίτευμα
parliamentary vote κοινοβουλευτική ψηφοφορία
part in gold τμήμα σε χρυσό
part of invoiced VAT which is not payable by users τμήμα του τιμολογούμενου ΦΠΑ το οποίο δεν είναι πληρωτέο από τους χρήστες
part-time employment εργασία μερικής απασχόλησης
part-time farming μερική απασχόληση στη γεωργία
partial charges for non-market services μερικές επιβαρύνσεις για μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες
partial flow τμήμα ροής
partially repaid loan μερική απόσβεση του δανείου