DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F GI JL M N O PR S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Business (550 entries)
invested capital καθαρή λογιστική θέση
invested capital ίδια κεφάλαια
invested capital ίδιο κεφάλαιο
investment income έσοδα από επενδύσεις
joint enterprise κοινή επιχείρηση
large price step μείζον βήμα τιμών
layout τύπος, υπόδειγμα
layout of the balance sheet δομή του ισολογισμού; διάρθρωση του ισολογισμού
layouts διάρθρωση των υποδειγμάτων
lead market πρωτοπόρος αγορά
letter of comfort επιστολή υποστήριξης
licence άδεια χρήσης σήματος
licensing άδεια χρήσης σήματος
lien δικαίωμα παρακρατήσεως
lifecycle events συμβάν κύκλου ζωής
limit όριο (εκφρασμένο με αριθμούς)
limited company εταιρία περιορισμένης ευθύνης
limited partnership απλή ετερόρρυθμη εταιρεία
limited partnership with a share capital ετερρόρυθμος εταιρεία διά μετοχών
limited partnership with share capital ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία