Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Commerce
(1853 entries)
initial investment in an industrial franchise
αρχική επένδυση σε σύστημα ενοποιημένης βιομηχανικής παρουσίας
initiating regulation
κανονισμός για την έναρξη της έρευνας
injection needle
Βελόνη σύριγγας
injured party
αδικημένο μέρος
injured person
αδικημένο μέρος
injury
ζημία
instalment buying
αγορά με πίστωση
instalment buying
αγορά με δόσεις
instalment credit
πίστωση χορηγούμενη για αγορές με δόσεις
instalment credit
πίστωση για αγορές με δόσεις
instalment credit sale
πώληση με δόσεις
instalment credit sale
πώληση επί πιστώσει
instalment purchase
αγορά με πίστωση
instalment purchase
αγορά με δόσεις
instalment sale
πώληση με δόσεις
instalment sale
πώληση επί πιστώσει
instruction manual
εγχειρίδιο χρήσης
instructions for use
οδηγίες χρήσεως
instrument meteorological conditions
μετεωρολογικές συνθήκες για πτήσεις με όργανα
instrument meteorological conditions
μετεωρολογικές συνθήκες πτήσης με όργανα
Get short URL