DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I JL MO PR S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Oil / petroleum (202 entries)
jack-up platform αυτοανυψούμενη εξέδρα
jack-up rig αυτοανυψούμενη εξέδρα
light crude oil ελαφρύ αργό πετρέλαιο
light tight oil έγκλειστο πετρέλαιο
lignite wax and peat wax, crude οζοκηρίτης, κερί από λιγνίτη και κερί από τύρφη, ακατέργαστα
lubricant base stock βασικό προϊόν
metal deactivator αδραvoπoιητής μετάλλωv
million barrels per day εκατομμύριο,-α βαρέλια την ημέρα
mineral oil πετρελαιοειδές
mobile drilling platform αυτοκινούμενη ημιβυθιζόμενη πλατφόρμα γεωτρήσεων
mobile platform αυτοκινούμενη ημιβυθιζόμενη πλατφόρμα γεωτρήσεων
monthly oil and gas statistics μηνιαίες στατιστικές πετρελαίου και φυσικού αερίου
mud analysis logging καταγραφή αναλύσεων ιλύος
mud cake πλακούντας λάσπης
mud cake κέικ λάσπης
mud flush λάσπη διάτρησης
mud lining πλακούντας λάσπης
mud lining κέικ λάσπης
mud sheath πλακούντας λάσπης
mud sheath κέικ λάσπης