DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Labor law (3789 entries)
administrative burden of dismissal διοικητική επιβάρυνση των απολύσεων
admission for the purposes of paid employment αποδοχή για λόγους μισθωτής απασχόλησης
admission for the purposes of pursuing self-employed occupation εισδοχή για άσκηση ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας
advance against salary προκαταβολή μισθού
adviser (general affairs) σύμβουλος επιφορτισμένος με τα γενικά θέματα
aerial lift device with insulating arm εναέριος ανελκυστήρας με μονωμένο βραχίονα
age at which he is entitled to a retirement pension συντάξιμη ηλικία
age limit for retirement ηλικία συνταξιοδότησης
age limit for retirement όριο συνταξιοδότησης
ageing μεταβολή των προστατευτικών ιδιοτήτων λόγω παλαίωσης
agreement on unemployment insurance σύμβαση ασφάλισης ανεργίας
agricultural employment γεωργική απασχόληση
agricultural labourer γεωργικός εργάτης
agricultural machinery fitter-mechanic συντηρητής,επισκευαστής γεωργικών μηχανών
agricultural machinery operator οδηγός και χειριστής γεωργικών μηχανημάτων
agricultural scientist επιβλέπων κηπουρικών εργασιών
agricultural scientist ελεγκτής προστασίας παραγωγής
agricultural work unit ΓΜΕ
agricultural work unit γεωργική μονάδα εργασίας
agricultural worker αγροτεργάτης γενικά