DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Labor law (3691 entries)
occupational pensions board κυβερνητικό όργανο που έχει την ευθύνη διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων συνταξιοδότησης για όλους τους εργαζομένους
occupational profile επαγγελματικό περίγραμμα
occupational profile επαγγελματικό πρότυπο
occupational research επαγγελματικές έρευνες
occupational restriction επαγγελματικός περιορισμός
occupational satisfaction επαγγελματική ικανοποίηση
occupational satisfaction ικανοποίηση από την εργασία
occupational segregation επαγγελματικός διαχωρισμός
occupational segregation διαχωρισμός της αγοράς εργασίας
occupational status τύπος απασχόλησης
occupational TLV μέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση στους εργασιακούς χώρους
occupational traveller πλανόδιο επάγγελμα
occupational-level bargaining ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο διαπραγμάτευσης
oenocyanin οινοκυανιδίνη
off-farm employment δραστηριότητα εκτός γεωργικής εκμετάλλευσης
office γραφείο
office machine operator χειριστής μηχανών γραφείου
official dispute-settling institution επίσημη αρχή που ρυθμίζει τις εργασιακές διαφορές
official posted under a rotation system υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σύμφωνα με το εκ περιτροπής σύστημα
official retired υπάλληλος που έχει στερηθεί με τον τρόπο αυτό της θέσεως του