DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Y Z   <<  >>
Terms for subject Politics (3263 entries)
oldest Member πρεσβύτερος βουλευτής
omit to give a decision on a specific head of claim παραλείπω να αποφανθώ ως προς ένα μεμονωμένο σημείο των αιτημάτων
On-site and Online Library Services Unit Μονάδα Επιτόπιων και Διαδικτυακών Υπηρεσιών Βιβλιοθήκης
One-Stop Shop for Members Unit Μονάδα Μονοαπευθυντικής Θυρίδας (One-Stop Shop) για τους Βουλευτές
open a preparatory inquiry αποφασίζω τη διεξαγωγή αποδείξεων
open court δημόσια συνεδρίαση
open document ανοικτό έγγραφο
open session δημόσια συνεδρίαση
open the oral procedure without an inquiry προχωρώ στην προφορική διαδικασία χωρίς διεξαγωγή αποδείξεων
open troika ανοιχτή τρόικα
open, transparent and regular dialogue ανοιχτός, διαφανής και τακτικός διάλογος
opening address εναρκτήριος λόγος
opening of the oral procedure έναρξη της προφορικής διαδικασίας
opening speech εναρκτήριοι λόγοι ; εναρκτήριες δηλώσεις
opening statement εναρκτήριοι λόγοι ; εναρκτήριες δηλώσεις
opening up the Council's proceedings δημοσιότητα των εργασιών του Συμβουλίου
operating accident ατύχημα εκμετάλλευσης
operating accident ατύχημα κατά την εκμετάλλευση
operation πράξη
Operational Committee Επιχειρησιακή Επιτροπή