DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J L M O P R S T U V W   <<  >>
Terms for subject Oil / petroleum (202 entries)
oil well πετρελαιοπηγή
Organisation of the Petroleum Exporting Countries Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών
orthoxylene ορθοξυλένιο
ozokerite οζοκηρίτης, κερί από λιγνίτη και κερί από τύρφη, ακατέργαστα
paraffin wax, micro-crystalline wax, slack wax and other mineral wax, whether or not coloured παραφίνη, κερί από πετρέλαιο ή από σχίστες, υπολείμματα παραφινούχα (gatsch, slach wax, κλπ.) έστω και χρωματισμένα
pet coke οπτάνθρακας από πετρέλαιο
petrol coke οπτάνθρακας από πετρέλαιο
petroleum and shale oils, crude φυσικόν και ακατέργαστον (αργόν) πετρέλαιον και τοιούτον εκ σχιστών
petroleum bitumen and other petroleum and shale oil residues excluding petroleum coke άσφαλτος εκ πετρελαίου και λοιπά υπολείμματα ελαίων του πετρελαίου ή σχιστών, πλην του οπτάνθρακος πετρελαίου
petroleum coking εξανθράκωση πετρελαίου
petroleum fraction κλάσμα πετρελαιοειδούς
pig αποξέστης
portable drilling rig κινητό γεωτρύπανο
portable drilling rig φορητό γεωτρύπανο
pour point θερμοκρασία σημείου ροής
pour point σημείο ροής
pour-point temperature σημείο ροής
pour-point temperature θερμοκρασία σημείου ροής
pourpoint σημείο ροής
pourpoint θερμοκρασία σημείου ροής