DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Transport (46147 entries)
keep the starboard bank πλέω κοντά στη δεξιά όχθη
keeper κάτοχος
keeping επισκευή
keeping συντήρηση
keeping quality ικανότητα συντήρησης
keeping under pressure διατήρηση υπό πίεση
kelson εσωτρόπιο
kelson εσωτερική τρόπιδα
kerb υπερυψωμένο κράσπεδο
kerb mass απόβαρο
kerb mass μάζα σε ετοιμότητα κίνησης
kerb-guided bus κατευθυνόμενο λεωφορείο
kerb-guided bus καθοδηγούμενο λεωφορείο
kerosene κηροζίνη
kerosene φωτιστικό πετρέλαιο
kerosene and jet fuel φωτιστικό πετρέλαιο και καύσιμο αεριοπροωθουμένων τύπου κηροζίνης
kerosene type jet fuel καύσιμο αεριωθούμενων τύπου κηροζίνης
kerosine κηροζίνη
key τόρμος
key for point lock κλειδί λουκέτου της αλλαγής τροχιάς