DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Chemistry (20341 entries)
Absorb spillage to prevent material damage. Σκουπίστε τη χυμένη ποσότητα για να προλάβετε υλικές ζημιές.
absorbable organic halogen προσροφήσιμες οργανικές αλογονούχες ενώσεις
absorbable organic halogen απορροφήσιμες οργανικές αλογονούχες ενώσεις
absorbable organic halogen compounds απορροφήσιμες οργανικές αλογονούχες ενώσεις
absorbable organic halogen compounds προσροφήσιμες οργανικές αλογονούχες ενώσεις
absorbable organic halogenated compounds προσροφήσιμες οργανικές αλογονούχες ενώσεις
absorbable organic halogenated compounds απορροφήσιμες οργανικές αλογονούχες ενώσεις
absorbance απορροφητική ικανότητα
absorbant προσροφητής
absorbent απορροφητικό
absorbent substance απορροφητικό
absorbent substance απορροφητική ουσία
absorber παγίδα δέσμευσης
absorber πύργος απορρόφησης
absorber column απορροφητική στήλη
absorption column πύργος απορρόφησης
absorption maximum μέγιστο απορρόφησης
absorption of the acetylene διάλυμα ασετυλίνης
absorption oil απορροφητικό λάδι
absorption oil σαπουνέλαιο