DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Transport (46147 entries)
a dike fails αστοχία αναχώματος
a dike fails υποχώρηση αναχώματος
a dyke fails υποχώρηση αναχώματος
a dyke fails αστοχία αναχώματος
a European strategy to reduce atmospheric emissions from seagoing ships Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μείωση των ατμοσφαιρικών εκπομπών των ποντοπόρων πλοίων
a fifth-freedom traffic right δικαίωμα μεταφοράς πέμπτης ελευθερίας
a fourth-freedom traffic right δικαίωμα μεταφοράς τέταρτης ελευθερίας
a light is operated and kept in service by a keeper able to intervene at once in case of need φανός του οποίου η λειτουργία εξαρτάται ή καθορίζεται από κάποιο φύλακα
a lock-full lost απώλεια ύδατος δεξαμενής ανυψώσεως
a pavement /road construction/ with graded aggregate used as a roadbase Οδόστρωμα με στρώση βάσης από θραυστά αδρανή καλά διαβαθμισμένα.
a river connects two towns μία διώρυγα συνδέει δύο πόλεις
a river connects two towns ένας ποταμός συνδέει δύο πόλεις
a slope slides ένα πρανές ολισθαίνει
a slope slips ένα πρανές ολισθαίνει
a swinging support attached at one end to the spring eye κρίκος συνδετικός ελατηρίου
a third-freedom traffic right δικαίωμα μεταφοράς τρίτης ελευθερίας
a vessel founders ένα πλοίο βυθίζεται
a vessel is at anchor αγκυροβολημένο πλοίο
a vessel is moving astern ένα πλοίο προχωρεί με την πρύμνη
a vessel sails ιστιοφόρο πλοίο