СловникиФорумКонтакти

   Англійська
Google | Forvo | +
acculturation [ə'kʌlʧə'reɪʃ(ə)n] імен.
ек. πολιτιστική αφομοίωση
суспільс. πολιτιστική διείσδυση; πολιτιστική επαγωγή
іммігр. εκπολιτισμό